- γεωμετρῶ
- γεωμετρέωmeasurepres subj act 1st sg (attic epic doric)γεωμετρέωmeasurepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωμετρώ — ( έω) (AM γεωμετρῶ, έω) [γεωμέτρης] είμαι γεωμέτρης, ασχολούμαι με τη γεωμετρία μσν. παθ. γεωμετροῡμαι είμαι ή γίνομαι αντικείμενο μελέτης αρχ. μετρώ, καταμετρώ … Dictionary of Greek
γεωμετρώ — ασχολούμαι με τη γεωμετρία, είμαι γεωμέτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγεωμέτρητος — η, ο (Α ἀγεωμέτρητος, ον) [γεωμετρῶ] αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικά αρχ. 1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος 2. απαίδευτος, αμαθής «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ.… … Dictionary of Greek
καταγεωμετρώ — καταγεωμετρῶ, έω (AM) μετρώ κάτι σύμφωνα με τους κανόνες τής γεωμετρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γεωμετρῶ «μετρώ, υπολογίζω»] … Dictionary of Greek